- προήνεμος
- -ον, Αεκτεθειμένος στον άνεμο, δηλ. αυτός που βρίσκεται στον πρόναο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. προσ-ήνεμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
προηνεμίδες θύραι — αἱ, Α θύρες εκτεθειμένες στον άνεμο, δηλ. οι θύρες που βρίσκονται στον πρόναο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προήνεμος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek